- καταβάλλονται
- καταβάλλωthrow downpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αγωγικός — ἀγωγικός, ή, όν (Α) μόνο στο ουδέτερο «ἀγωγικά», στη φρ. «τῶν λεγομένων ἀγωγικῶν, ἤτοι παραπομπικῶν», τών χρημάτων που καταβάλλονται στην παραπομπή, τη συνοδεία (Ιουστινιάνειος Κώδικας 10, 30, 4) … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
διίσθμια — τα [ίσθμια] τα τέλη που καταβάλλονται για τη διάπλευση τού ισθμού, διαπόρια … Dictionary of Greek
διαπόρια — Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Συστάδα δύο βραχονησίδων του Ιονίου πελάγους στη νότια ακτή της Ζακύνθου, στον κόλπο του Λαγανά. 2. Μικρή νησίδα μεταξύ Λέρου και Καλύμνου. 3. Ομάδα νησίδων και βραχονησίδων στον Σαρωνικό κόλπο. Οι ονομασίες τους … Dictionary of Greek
διόδια — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 174 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάνδρας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 359 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
ενδοθία — (endothia). Γένος ασκομυκήτων της τάξης των πυρηνομυκήτων, των οποίων τα καρποσώματα είναι σφαιρικά, όμοια με μικρό κουκούτσι. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη, που ζουν στην κοπριά, σε σάπια ξύλα ή ακόμη και σε προνύμφες εντόμων. Από αυτά, η ε. η… … Dictionary of Greek